πεδήορος — ον, Α βλ. πεδάορος … Dictionary of Greek
πεδάορος — και πεδήορος, ον, Α (αιολ. και δωρ. τ.) αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο μετέωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + ηορος / ᾱορος (< ἀείρω [Ι] «σηκώνω»), βλ. λ. μετέωρος] … Dictionary of Greek